πορθμεῖ

πορθμεῖ
πορθμεύς
ferryman
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πορθμείοις — πορθμεί̱οις , πορθμεῖον place for crossing neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμείου — πορθμεί̱ου , πορθμεῖον place for crossing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμείων — πορθμεί̱ων , πορθμεῖον place for crossing neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθμείῳ — πορθμεί̱ῳ , πορθμεῖον place for crossing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαστέλλω — ΜΑ μσν. διακρίνω κάτι από κάτι άλλο προηγουμένως («Ἡφαιστίων ταῡτα προδιαστείλας», Τζέτζ.) αρχ. 1. ανοίγω προηγουμένως («προδιαστέλλω τὸ στόμιον», Σωρ.) 2. εκφέρω γνώμη, εκφράζω την άποψή μου για κάτι προηγουμένως («τούτου χάριν ἀναγκαῑον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”